ακτοπλοϊκός

ακτοπλοϊκός
η , ό[ν] каботажный;

ακτοπλοϊκή συγκοινωνία — каботажное судоходство


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ακτοπλοϊκός" в других словарях:

  • ακτοπλοϊκός — ή, ό [ακτοπλοΐα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτοπλοΐα …   Dictionary of Greek

  • ακτοπλοϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με την ακτοπλοΐα: Οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες γίνονται συνήθως με μικρά ή μεσαία πλοία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»